περίθετον

περίθετον
περίθετος
put round
masc/fem acc sg
περίθετος
put round
neut nom/voc/acc sg
περιτίθημι
place
aor imperat act 2nd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίθετος — ον, θηλ. και περιθέτη, και περιθετός, ή, όν, Α [περιτίθημι] 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ή που μπορεί να τοποθετηθεί γύρω από κάτι 2. φρ. α) «περίθετον πρόσωπον» προσωπείο, μάσκα β) «περιθεταὶ τρίχες» και «περίθετος κόμη» η περούκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”